περαία — περαίᾱ , πέραιος on the further side fem nom/voc/acc dual περαίᾱ , πέραιος on the further side fem nom/voc sg (attic doric aeolic) περαίᾱ , περαίας mullet masc nom/voc/acc dual περαίᾱ , περαίας mullet masc voc sg (attic) περαίᾱ , περαίας… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαίᾳ — περαίᾱͅ , πέραιος on the further side fem dat sg (attic doric aeolic) περαίᾱͅ , περαίας mullet masc dat sg (attic doric aeolic) περαίᾱͅ , περαίη fem dat sg (attic doric aeolic) περαί̱ᾱͅ , περαῖος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περαία — Sp Perėja Ap Περαία/Peraia L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Περαία — η η ανατολικά του Ιορδάνη ποταμού περιοχή της Παλαιστίνης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πέραια — πέραιος on the further side neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαίας — περαίᾱς , πέραιος on the further side fem acc pl περαίᾱς , πέραιος on the further side fem gen sg (attic doric aeolic) περαίᾱς , περαίας mullet masc acc pl περαίᾱς , περαίας mullet masc nom sg (attic epic doric aeolic) περαίᾱς , περαίη fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαίαι — περαίᾱͅ , πέραιος on the further side fem dat sg (attic doric aeolic) περαίᾱͅ , περαίας mullet masc dat sg (attic doric aeolic) περαίᾱͅ , περαίη fem dat sg (attic doric aeolic) περαί̱ᾱͅ , περαῖος fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαίαν — περαίᾱν , πέραιος on the further side fem acc sg (attic doric aeolic) περαίᾱν , περαίας mullet masc acc sg (attic epic doric aeolic) περαίᾱν , περαίη fem acc sg (attic doric aeolic) περαί̱ᾱν , περαῖος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περαίος — αία, ον, θηλ. ιων. τ. περαίη Α 1. αυτός που βρίσκεται στην απέναντι πλευρά ή στην απέναντι όχθη θάλασσας ή ποταμού, ο αντικρινός («περαία ἤπειρος», Απολλ. Ρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ περαία (ενν. γη, χώρα) α) χώρα που βρίσκεται στην απέναντι όχθη… … Dictionary of Greek
ПЕРЕЯ — • Peraea, Περαία, название многих стран, лежащих на противоположной стороне водного пространства: 1. η̉ περαία τω̃ν ΄Ροδίων, южный берег Карии на протяжении 1.500 стадий по берегу моря (против острова Родоса): этим берегом уже… … Реальный словарь классических древностей